01/09/2014
Ανατροπές στις αγροτικές και κτηνοτροφικές επιδοτήσεις φέρνει η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, που γυρίζει σελίδα και αλλάζει το σύστημα χορήγησης των κοινοτικών κονδυλίων, επαναφέροντας τη σύνδεσή τους με την παραγωγή των προϊόντων για την περίοδο 2014-2020.
Ο εθνικός φάκελος για τη νέα ΚΑΠ προβλέπει αναδιανομή της πίτας των 20 δισ. ευρώ και το ύψος των ενισχύσεων θα είναι στρεμματικό και ανάλογο με το είδος του προϊόντος για τους αγρότες ή την εκτροφή ζώων για τους κτηνοτρόφους. Στη λίστα μπαίνουν 13 προϊόντα (ρύζι, δημητριακά, βοοειδή, βιομηχανική ντομάτα, πορτοκάλια, αιγοπρόβατα, όσπρια, ψυχανθή για ζωοτροφές, σπόροι, σπαράγγια, μεταξοσκώληκες, τεύτλα και συμπύρηνα ροδάκινα). Οι καπνοπαραγωγοί μένουν εκτός επιδοτήσεων, ενώ οι ελαιοπαραγωγοί θα ενισχυθούν από τη «δεξαμενή» των 100 εκ. ευρώ που αφορά στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές.
Τα ποσά της επιδότησης για τα 13 προϊόντα για κάθε έτος από το 2014 μέχρι και το 2020 ξεκινούν από 3,6 ευρώ και φθάνουν έως και τα 38,5 ευρώ ανά στρέμμα. Αναφορικά με την κτηνοτροφία, η ενίσχυση ανά ζώο ανέρχεται έως 7 ευρώ για τα αιγοπρόβατα και έως 128 ευρώ για τις αγελάδες. Η νέα ΚΑΠ προβλέπει την κατανομή σε βοσκοτόπους (17,8 εκ. στρέμματα), καλλιεργήσιμες εκτάσεις (20 εκ. στρέμματα) και δενδρώνες (9,7 εκ. στρέμματα). Οι βοσκότοποι θα απορροφούν κάθε χρόνο το 25% των συνολικών κονδυλίων του εθνικού φακέλου, οι καλλιεργήσιμες το 47% του συνολικού προϋπολογισμού και οι δενδρώδεις καλλιέργειες το 28% των κονδυλίων του εθνικού φακέλου.
Με το σύστημα που θέτει σε εφαρμογή το νέο εθνικό σχέδιο για τις αγροτικές επιδοτήσεις, ο αγρότης θα λαμβάνει ενίσχυση με βάση τις παραγωγικές επιλογές του και τα συστήματα ποιότητας που θα χρησιμοποιεί, αξιοποιώντας όλη την εκμετάλλευση και το είδος των συνδεδεμένων ενισχύσεων. Με αυτόν τον τρόπο θα βελτιώνει το εισόδημά του δημιουργώντας οικονομίες κλίμακας, επενδύοντας στη συνεργασία και τις κατάλληλες σχέσεις εμπορίας και συμβολαιακής γεωργίας. Το ύψος της επιδότησης θα καθορίζεται πλέον από το είδος της παραγωγής, την περιοχή στην οποία καλλιεργείται το προϊόν, τις περιβαλλοντικές πρακτικές που σχετίζονται με το «πρασίνισμα», καθώς και την κατηγορία του αγρότη.
Κάθε χρόνο οι αγρότες θα μοιράζονται 2 δισ. ευρώ που αποτελούν την πίτα των άμεσων ενισχύσεων. Η βασική (54%) και η «πράσινη» (30%) ενίσχυση θα αποτελούν το 84% του συνόλου που θα μπορεί να πάρει ένας γεωργός. Αυτό χαρακτηρίζεται και ως ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Ο αγρότης εφόσον καλλιεργεί ή παράγει ένα από τα 13 προϊόντα, η παραγωγή των οποίων συνδέεται πλέον με την παραγωγή, θα δικαιούται επιπλέον ένα ποσοστό 9%. Σε ποσοστό 5% της επιδότησης αναλογεί η δραστηριότητα σε ορεινές ή μειονεκτικές περιοχές (φυσικοί περιορισμοί), ενώ το υπόλοιπο 2% αφορά τους νέους αγρότες έως 40 ετών. Βασικό σημείο της νέας ΚΑΠ αποτελούν οι ενεργοί αγρότες. Επιδοτήσεις δικαιούνται μόνον οι «ενεργοί» αγρότες. Αποκλείονται εκείνοι που αφήνουν ακαλλιέργητη πάνω από το 50% της γης τους. Τα φυσικά πρόσωπα πρέπει να έχουν τουλάχιστον το 5% του εξωγεωργικού εισοδήματός τους από άμεσες ενισχύσεις.
Επίσης, ενισχύσεις δεν θα λαμβάνουν οι εταιρείες που δεν έχουν κύριο στόχο τους τη γεωργία, όπως τα αεροδρόμια, κάμπινγκ, ξενοδοχεία, γήπεδα κ.ά. Οι γεωργικές δραστηριότητες θα πρέπει να αποτελούν τουλάχιστον το 1/3 του τζίρου τους. Εξαιρούνται της εξέτασης των στοιχείων όσοι λαμβάνουν μέχρι 3.500 ευρώ ενίσχυση ανά έτος. Για τους νέους αγρότες προβλέπεται ποσό επιπλέον 25% επί της βασικής ενίσχυσης μέχρι 25 εκτάρια και θα διατεθεί το μέγιστο προβλεπόμενο από τις κοινοτικές διατάξεις ποσοστό του εθνικού φακέλου (2%). Νέοι αγρότες θεωρούνται οι ηλικίας μέχρι 40 ετών όταν αναλαμβάνουν γεωργική εκμετάλλευση. Ο αριθμός των νέων αγροτών στην πενταετία υπολογίζεται να ξεπεράσει τις 15.000.
Οσοι αγρότες εισπράττουν κοινοτικές ενισχύσεις μέχρι 1.250 ευρώ τον χρόνο (περίπου 350.000 σήμερα) εντάσσονται αυτόματα στο καθεστώς των λεγόμενων μικρών αγροτών και απαλλάσσονται από μια σειρά γραφειοκρατικών διαδικασιών, ενώ εξαιρούνται από τις απαιτήσεις του λεγόμενου «πρασινίσματος» της ΚΑΠ. Η «πράσινη ενίσχυση» αποτελείται από μια δέσμη τριών υποχρεωτικών μέτρων: τη διαφοροποίηση των καλλιεργειών για εκμεταλλεύσεις άνω των 100 στρεμμάτων, τη διατήρηση των περιοχών οικολογικής εστίασης 5% για εκμεταλλεύσεις με αροτραίες εκτάσεις μεγαλύτερες των 150 στρεμμάτων, καθώς και τη διατήρηση των μόνιμων βοσκοτόπων. Από το λεγόμενο «πρασίνισμα» εξαιρέθηκαν όλες οι δενδρώδεις καλλιέργειες.