Στην Ελλάδα θηρεύονται τα λιγότερα είδη στην Ευρώπη

Στην Ελλάδα θηρεύονται τα λιγότερα είδη στην Ευρώπη

Στην Ελλάδα θηρεύονται τα λιγότερα είδη σε σύγκριση με πολλά κράτη της Ευρώπης, απαγορεύεται η χρήση σφυριχτρών και ομοιωμάτων, η ημερήσια διάρκεια θήρας είναι μικρότερη και οι χωρικές απαγορεύσεις είναι υπερβολικά περισσότερες από άλλα κράτη της Ευρώπης και της Β. Αμερικής, όπως διαβάσαμε στην τοποθέτηση του δικτύου Ωρίων στο πλαίσιο της διαβούλευσης για την Εθνική Στρατηγική για τα δάση.

Οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς αδυνατούν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στις ανάγκες της θηραματοπονίας και έτσι συχνά προβαίνουν σε υπερβολικές απαγορεύσεις θήρας (Μπίρτσας 2006). Από την άλλη, τις τελευταίες δεκαετίες οι ελληνικές κυνηγετικές οργανώσεις έχουν πραγματοποιήσει σοβαρά βήματα προς την καλύτερη διαχείριση των θηραμάτων. Συγκεκριμένα υλοποιούν προγράμματα καταγραφής της κάρπωσης και παρακολούθηση των πληθυσμών, ενώ στο πλαίσιο του Προγράμματος Βελτίωσης των Ενδιαιτημάτων πραγματοποιούν έργα για τη βελτίωση των ενδιαιτημάτων της άγριας πανίδας. Επιπρόσθετα έχουν συστήσει το Σώμα της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής, το οποίο έχει να επιδείξει σοβαρό έργο με πλήθος μηνύσεων για παράνομες πράξεις. Η χρηματοδότηση για τις δράσεις αυτές ξεπερνά τα 10.200.000€ και βασίζεται αποκλειστικά σε συνδρομές των κυνηγών (ΚΣΕ 2009).

O αριθμός των θηρευσίμων ειδών πτηνών αποτελεί μόνο το 7,24% του συνολικού αριθμού ειδών πτηνών της χώρας. Επιπρόσθετα είδη όπως η καρακάξα, κάργια, κουρούνα, ψαρόνι και σιταρήθρα έχουν μικρή σημασία για τους Έλληνες κυνηγούς (ΚΣΕ 2008), οπότε το ανωτέρω ποσοστό μειώνεται στο 6%. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα θηλαστικά είναι 4,34%, ενώ εάν ληφθεί υπόψη πως η αλεπού και το πετροκούναβο δεν έχουν ενδιαφέρον για τους κυνηγούς, το ποσοστό πέφτει στο 2,6%. Η θήρα επομένως αναφέρεται σε ένα πολύ μικρό αριθμό ειδών πτηνών για να θεωρείται απειλή για το σύνολο της βιοποικιλότητας των ειδών πτηνών και θηλαστικών. Αντίθετα, με τις δράσεις που πραγματοποιούν οι κυνηγοί (θηροφύλαξη, βελτίωση ενδιαιτημάτων, έρευνες και καταμετρήσεις, εκπαίδευση και ενημέρωση, έλεγχος αρπάγων – παρακολούθηση νοσημάτων) βοηθούν συνολικά στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας.

Με τον τρόπο αυτό εκπληρώνεται η προσέγγιση της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN) η οποία αναφέρεται στη διατήρηση μέσω της ορθής χρήσης (conservation through wise use). Αναλυτικότερα, η πολιτική της IUCN, το 2000, για την αειφορική χρήση των φυσικών πόρων αναφέρει πως: «Η χρήση των ανανεώσιμων φυσικών πόρων, εάν είναι αειφορική, είναι ένα σημαντικό εργαλείο για τη διατήρησή τους επειδή τα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, που αντλούνται από τη χρήση, προσφέρουν κίνητρα στους ανθρώπους για να διατηρήσουν τους πόρους» (2nd World Conservation Congress).

Βιοποικιλότητα
Πηγή: 
orion.net.gr