14/05/2019
Η FACE προωθεί σταθερά τα τελευταία χρόνια την αναγνώριση της αξίας της αειφόρου θήρας ως εργαλείο διαχείρισης για τα μεγάλα σαρκοφάγα στην Ευρώπη. Μολονότι μερικοί προτιμούν να υποστηρίζουν την ολική προστασία, η οποία συνήθως οδηγεί σε προβλήματα και συγκρούσεις σε τοπικό επίπεδο, η υπόθεση της αειφόρου θήρας και ο ρόλος της στη βελτίωση της συνύπαρξης υποστηρίχθηκαν από τo γενικό εισαγγελέα του Δικαστηρίου της ΕΕ.
Ειδικότερα, η πρόσφατη γνωμοδότηση δίνει το πράσινο φως για το κυνήγι λύκων με άδεια κατά παρέκκλιση για σκοπούς διαχείρισης του πληθυσμού, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται ορισμένα αυστηρά κριτήρια βάσει της νομοθεσίας της ΕΕ. Η γνωμοδότηση αυτή δεν είναι δεσμευτική, αλλά συνήθως οι γνωμοδοτήσεις των γενικών εισαγγελέων υιοθετούνται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου αφορά ορισμένες ερωτήσεις του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Φινλανδίας. Το βασικό ζήτημα είναι εάν η Φινλανδία μπορεί να παρεκκλίνει από τις αυστηρές διατάξεις προστασίας για να επιτρέψει το κυνήγι των λύκων βάσει του άρθρου 16.1.ε της οδηγίας της ΕΕ για τους οικοτόπους.
Η Φινλανδία υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι οι στόχοι των παρεκκλίσεων ήταν να μειωθεί η λαθροθηρία, να αποφευχθούν οι απώλειες και οι τραυματισμοί των σκύλων και να βελτιωθεί το γενικό αίσθημα ασφάλειας των ανθρώπων που ζουν κοντά στις περιοχές που απαντώνται οι λύκοι. Σύμφωνα με τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα, οι στόχοι αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χορήγηση παρεκκλίσεων.
«Η FACE εκφράζει την ικανοποίησή της για τη διευκρίνιση του Γενικού Εισαγγελέα ότι τα κράτη μέλη έχουν περιθώρια να λαμβάνουν υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις και τα περιφερειακά και τοπικά χαρακτηριστικά κατά τη διαχείριση λύκων και άλλων μεγάλων σαρκοφάγων ειδών – όπως υποστήριζε σταθερά ο FACE», λέει ο Torbjörn Larsson , Πρόεδρος του FACE.
Αν και τα φινλανδικά ερωτήματα σχετίζονται ειδικά με τη διαχείριση του λύκου, αυτή η περίπτωση και τα αποτελέσματά της θα είναι επίσης σημαντικά για τη διαχείριση και άλλων αυστηρά προστατευόμενων ειδών σε ολόκληρη την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων σαρκοφάγων ειδών, όπως η αρκούδα και ο λύγκας.
Ο γενικός εισαγγελέας επανέλαβε προηγούμενες διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ότι η χορήγηση αδειών παρέκκλισης παραμένει δυνατή και εξαιρέσεις μπορούν να γίνουν ακόμη και σε είδη που βρίσκονται σε καθεστώς προστασίας, όταν διαπιστώνεται επαρκώς και τεκμηριωμένα πως δε θα επιδεινώσουν τη δυσμενή κατάσταση διατήρησης αυτών των πληθυσμών ούτε θα αποτρέψουν την αποκατάστασή τους σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης.
Τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να προσδιορίσουν με σαφήνεια και ακρίβεια στην απόφαση παρέκκλισης τους επιδιωκόμενους στόχους, να διαπιστώσουν ότι η παρέκκλιση είναι ικανή να επιτύχει αυτούς τους στόχους και να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικά μέσα για την επίτευξή τους.
«Η γνωμοδότηση του γενικού εισαγγελέα, μολονότι δεν είναι δεσμευτική, στέλνει ένα σημαντικό μήνυμα ότι υπάρχει δυνατότητα για τα κράτη μέλη να ενεργήσουν με ευέλικτο και ρεαλιστικό τρόπο τόσο για τη διαχείριση των μεγάλων σαρκοφάγων τόσο βιολογικά όσο και κοινωνικά βιώσιμων», καταλήγει ο Torbjörn Larsson.
Η τελική απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ αναμένεται κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2019.
- Συνδεθείτε για να υποβάλετε σχόλια