Η οικολογία και διαχείριση της εκγύμνασης κυνηγετικών σκύλων

Η οικολογία και διαχείριση της εκγύμνασης κυνηγετικών σκύλων

Στην Ελλάδα υφίσταται ένα δίκτυο από Ζώνες Εκγύμνασης Σκύλων (ΖΕΣ), όπου μόνο εντός αυτών των περιοχών επιτρέπεται η εκγύμναση των κυνηγόσκυλων. Εξετάζεται η ορθότητα της διαχείρισης της εκγύμνασης των κυνηγετικών σκύλων, τόσο για την ίδια την εκγύμναση, όσο και για τη διατήρηση της άγριας πανίδας.

Η οικονομική, ζωοφιλική και πολιτισμική αξία των κυνηγετικών σκύλων είναι υψηλή (Chitwood κ.α. 2011) και η εκπαίδευσή τους είναι επίσης μεγάλης σοβαρότητας για την καλλιέργεια των ενστίκτων τους και την ανάπτυξη των ικανοτήτων τους (Δημητριαδης 1980). Η περίοδος εκτός της περιόδου θήρας, είναι ιδανική για να ασχοληθούν οι κυνηγοί με τα εκπαιδευτικά των κυνηγόσκυλων τους, την αναγκαία εκμάθηση των κουταβιών και την προετοιμασία των μεγαλύτερων κυνηγόσκυλων για την επερχόμενη έναρξη της θήρας. Από την άλλη, η δραστηριότητα αυτή μπορεί να επηρεάζει την άγρια πανίδα αρνητικά, προκαλώντας άμεση θνησιμότητα ή επιπτώσεις στον πληθυσμό ειδών από την όχληση, ενδέχεται όμως να υπάρχουν και θετικές επιδράσεις, όπως η μάθηση των θηραμάτων να διαφεύγουν αποτελεσματικότερα από τους κυνηγούς κατά την κυνηγετική περίοδο.

H εκγύμναση των κυνηγόσκυλων επιτρέπεται από το Δασικό Κώδικα (Ν. 86/1969), καθώς αναγνώρισε ο Νομοθέτης την αναγκαιότητά της. Αρχικά στο άρθρο 255 του Δασικού Κώδικα, παρ. 10, ήταν επιτρεπτή με το εξής περιεχόμενο: «επιτρέπεται η εκγύμναση των κυνών δεικτών και ερευνητών, που συνοδεύονται από τους κυνηγούς ή τους κυναγωγούς, που δεν φέρουν κυνηγετικό όπλο, ένα μήνα πριν από την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου και σε περιορισμένες εκτάσεις που καθορίζονται από την οικεία δασική αρχή». Ως σκύλοι δείκτες αναφέρονται τα φέρμας τα οποία χρησιμοποιούνται συνήθως στο κυνήγι πτηνών, ενώ ως ερευνητές αναφέρονται οι ιχνηλάτες όπου χρησιμοποιούνται συνήθως στο κυνήγι θηλαστικών.

Μετά τη δημοσίευση του Νόμου 2637/1998 η παραπάνω παράγραφος αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθ. 57 (Φ.Ε.Κ. 200/Α/27-08-98) ως εξής: «επιτρέπεται καθ΄ όλο το έτος η εκγύμναση κυνηγετικών σκύλων που συνοδεύονται από κυνηγούς ή κυναγωγούς χωρίς να φέρουν κυνηγετικό όπλο σε περιορισμένες εκτάσεις, που καθορίζονται από την οικεία Δασική Αρχή». Για το σκοπό αυτό, κυρίως από το 1998, ορίστηκαν σε όλη τη χώρα τέτοιες περιοχές οι οποίες ονομάστηκαν Ζώνες Εκγύμνασης Σκύλων (ΖΕΣ) και με την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής το 2000, ενισχύθηκε η επιτήρηση και ο περιορισμός της εκγύμνασης εντός των ΖΕΣ. Σε εγκύκλιο της αρμόδιας Δ/νσης Αισθητικών Δασών-Δρυμών & Θήρας (Αριθμ Πρωτ. 105190/5421/2001) αναφέρεται πως οι ΖΕΣ δεν μπορούν να ιδρύονται σε περιοχές απαγόρευσης θήρας και προτείνεται το εμβαδό των 3-8 km2, o δε αριθμός τους και η κατανομή τους εξαρτάται από: «τον αριθμό των κυνηγετικών συλλόγων, τον αριθμό των κυνηγών, τις τοπικές ιδιομορφίες και τις λογικές προτάσεις των κυνηγετικών και κυνοφιλικών οργανώσεων, πάντα όμως στα πλαίσια του περιορισμένου χώρου εκγύμνασης που καθορίζει το άρθρ. 57 παρ. 4 του Νόμου 2637/98».

Με τα μέτρα αυτά εκτιμήθηκε ότι επέρχεται ισορροπία μεταξύ της προστασίας και της ανάγκης εκγύμνασης των κυνηγόσκυλων. Ωστόσο επί του θέματος, η διεθνής γνώση σχεδόν δεν υφίσταται, και στην Ελλάδα δεν είναι γνωστή κάποια εργασία για τη διαχείριση της εκπαίδευσης σκύλων και των ΖΕΣ. Σκοπός της παρούσας έρευνας, στην πρώτη αυτή προσπάθεια, είναι να παρουσιαστούν οι βασικές αρχές αξιολόγησης και σχεδιασμού της εκπαίδευσης σκύλων. Αναγκαστικά οι συγγραφείς αναφέρονται σε διαπιστώσεις και μαρτυρίες καθώς δεν υπάρχουν σχετικές δημοσιεύσεις. Τοποθέτηση ενημερωτικής πινακίδας από μέλη Κυνηγετικού Συλλόγου Η ανάγκη εκγύμνασης των κυνηγόσκυλων και οι κατάλληλες συνθήκες για την επίτευξη της Με τη διάταξη του Νόμου 2637/1998, δόθηκε η δυνατότητα εκγύμνασης του κυνηγόσκυλου, γεγονός που έχει ζωοφιλική και κυνοφιλική σημασία, διότι είναι αναγκαία η άσκηση για ένα τέτοιο σκύλο εργασίας (Δημητριαδης 1980, GAME AND FISH MAG 2010). Ταυτόχρονα, δίνεται η δυνατότητα ανάπτυξης της δασικής αναψυχής και τουρισμού καθώς χιλιάδες κυνηγοί-κάτοχοι σκύλων έχουν το κίνητρο να περπατήσουν στο δάσος, στην ύπαιθρο, συντροφιά με το σκύλο (Papaspyropoulos κ.α. 2009).

Υπάρχουν πολλοί κυνηγοί όπου δηλώνουν ότι νιώθουν το ίδιο ευχάριστα είτε έχουν όπλο είτε όχι, και ότι η εκγύμναση των σκύλων είναι ανάλογης σημασίας με τη θήρα. Με τη χρήση ερωτηματολογίου στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης έχει καταγραφεί πως εντός της κυνηγετικής περιόδου πραγματοποιούνται κατά μέσο όρο 38,6 εξορμήσεις από τους λαγοκυνηγούς και εκτός της κυνηγετικής περιόδου 30,1 εξορμήσεις για εκγύμναση (Σώκος κ.α. 2003). Στην ίδια έρευνα διαπιστώθηκε πως το κυριότερο ζήτημα για τους λαγοκυνηγούς της περιοχής είναι ο συνωστισμός (Σώκος κ.α. 2003). Ο συνωστισμός προκαλεί σοβαρότατο πρόβλημα στη διεξαγωγή της εκπαίδευσης των λαγόσκυλων, διότι η ιχνηλασία και η δίωξη του λαγού (Lepus europaeus) απαιτούν την απερίσπαστη εργασία του λαγόσκυλου (Δημητριαδης 1980). Επίσης, η εκπαίδευση των κουταβιών απαιτεί ικανοποιητική έως υψηλή αφθονία του θηράματος για το οποίο επιδιώκεται η εκμάθηση του σκύλου. Σύμφωνα με αναφορές κυνηγών, συχνά συμβαίνει η αφθονία της αλεπούς να είναι ίδια ή μεγαλύτερη από την αφθονία του λαγού. Αυτό έχεις ως επίπτωση τα κουτάβια και νεαρά λαγόσκυλα να στρέφονται προς το κυνήγι της αλεπούς και να ενδιαφέρονται λιγότερο για το επιθυμητό θήραμα όπου είναι ο λαγός. Συνεπώς οι κατάλληλες συνθήκες για την εκπαίδευση είναι να μην υπάρχει συνωστισμός και να υφίσταται ικανοποιητική αφθονία του επιθυμητού θηράματος.

Η εκγύμναση των κυνηγόσκυλων και η διατήρηση της άγριας πανίδας

Από την πλευρά της άγριας πανίδας, οι επιδράσεις της εκγύμνασης θα πρέπει να εξεταστούν ως προς: 1) την πρόκληση άμεσης θνησιμότητας και καταστροφής των φωλιών, και 2) τις έμμεσες επιδράσεις, θετικές ή αρνητικές, λόγω της εκγύμνασης. Περιπτώσεις σύλληψης ειδών της άγριας πανίδας έχουν αναφερθεί, ιδιαίτερα νεογνών λαγών ή νεοσσών εδαφόβιων πτηνών. Τα νεογνά των λαγών έχουν μια θνησιμότητα η οποία ανέρχεται σε 67-89% και οφείλεται σε παράγοντες όπως οι άρπαγες, τα νοσήματα και οι καιρικές συνθήκες (Smith κ.α. 2005). Επίσης υψηλή είναι η θνησιμότητα στους νεοσσούς των εδαφόβιων πτηνών (Kuijper κ.α. 2009). Συνεπώς η εκτιμώμενη μικρή θνησιμότητα από την εκγύμναση δεν αναμένεται να έχει επιπτώσεις σε επίπεδο πληθυσμού. Ωστόσο, η ευαίσθητη περίοδος όπου λαμβάνουν χώρα οι περισσότεροι τοκετοί των θηλαστικών και η εκκόλαψη των νεοσσών θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ώστε να περιορίζονται οι όποιες επιπτώσεις.

Όσον αφορά την όχληση, τα θηραματικά είδη, ως λεία των αρπάγων, διώκονται και ενοχλούνται όλο το έτος από τους άρπαγες, όπως ο λύκος (Canis lupus), η αλεπού (Vulpes vulpes), το κουνάβι (Martes sp.) και τα ημερόβια και νυχτόβια αρπακτικά πτηνά, αλλά και από αδέσποτους σκύλους, γάτες και ποιμενικά σκυλιά (Beja κ.α. 2009, Silva-Rodríguez και Sieving 2012). Το εάν η εκγύμναση των κυνηγόσκυλων θα έχει επιπλέον επίπτωση στον πληθυσμό ή όχι, αυτό εξαρτάται από την έντασή της. Η ένταση της όχλησης είναι ένα σημαντικό σημείο για να γίνει κατανοητό το πως θα διαχειριστούν οι ΖΕΣ. Η όχληση σε μια περιοχή θα πρέπει να έχει τέτοια ένταση ώστε να μην φτάνει στο 3ο στάδιο και προκαλείται μείωση του πληθυσμού.  

Μεταξύ των ειδών η ευαισθησία αναμένεται να μην είναι η ίδια. Το πλεονέκτημα του λαγού σε σύγκριση με τα ορνιθόμορφα είναι πως δεν φωλεοποιεί και πως είναι νυχτόβιο είδος. Αντίθετα, στις πέρδικες ενδέχεται να εγκαταλειφτεί η φωλιά, και οι αυξημένες μετακινήσεις να κάνουν πιο ευάλωτα τα πτηνά στους άρπαγες και η τροφοληψία να μην είναι ικανοποιητική. Έτσι το όριο, πέρα από το οποίο υπάρχουν επιπτώσεις στην αναπαραγωγή και τον πληθυσμό, αναμένεται να είναι υψηλότερα στο λαγό σε αντίθεση με τα ορνιθόμορφα. Οι Zaccaroni κ.α. (2012) στην Ιταλία βρήκαν πως το κυνήγι της αλεπούς στις περιοχές όπου υπάρχει λαγός από τον Ιανουάριο μέχρι και το Μάρτιο, δεν είχε επιδράσεις στις μετακινήσεις των λαγών.

Συνεπώς, ο λαγός δείχνει πιο ανθεκτικός, ενώ σε περιοχές όπου υπάρχουν πέρδικες οι απαιτήσεις προστασίας είναι υψηλότερες κατά την ευαίσθητη αναπαραγωγική περίοδο. Η εκγύμναση όμως ενδέχεται να έχει και θετικές επιδράσεις για την άγρια πανίδα. Κατά τη διαδικασία της εκγύμνασης δεν μαθαίνει μόνο ο σκύλος, αλλά μαθαίνει και το θήραμα να αποφεύγει τους διώκτες του. Οι Hutchings και Harris (1995) βρήκαν ότι σε περιοχές όπου ασκείται το κυνήγι με ιχνηλάτες οι λαγοί μαθαίνουν να φεύγουν νωρίτερα από τον κρυψώνα τους – αποφεύγοντας έτσι τη θήρευσή τους. Ομοίως ο αγριόχοιρος (Sus scrofa) και τo ζαρκάδι (Capreolus capreolus) μεταφέρουν το εύρος των μετακινήσεων σε πιο ήσυχες θέσεις (Scillitani κ.α. 2009, Grignolio κ.α. 2011). Συνεπώς η εκγύμναση προετοιμάζει και το θήραμα πριν την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου και έτσι η θνησιμότητα από την κυνηγετική κάρπωση μπορεί να είναι μικρότερη ή δυσκολότερη.

Αξιολόγηση της υπάρχουσας διαχείρισης της εκγύμνασης σκύλων

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η εκγύμναση για να είναι ικανοποιητική απαιτεί να μην προκαλείται συνωστισμός, όπως και να υφίσταται ικανοποιητική αφθονία θηράματος, ώστε να υπάρχουν οσμές και να εντοπίζεται το επιθυμητό θήραμα από τα εκπαιδευόμενα κυνηγόσκυλα. Ωστόσο οι ΖΕΣ είναι περιορισμένες εκτάσεις, μάλιστα προτείνεται να έχουν εμβαδό 3-8 km2. Όπως προαναφέρθηκε, όσες εξορμήσεις πραγματοποιούνται για λαγό εντός της κυνηγετικής περιόδου, άλλες τόσες εξορμήσεις πραγματοποιούνται για εκγύμναση στους οκτώ μήνες εκτός της κυνηγετικής περιόδου του λαγού (Σώκος κ.α. 2003), αλλά στο ένα-τέταρτο περίπου της έκτασης, καθώς αυτή είναι συνήθως, ή και μικρότερη, η αναλογία των ΖΕΣ ως προς το σύνολο της επιτρεπόμενης για θήρα έκτασης. Άρα, λόγω αυτού του περιορισμού του εμβαδού των ΖΕΣ, ο συνωστισμός γίνεται διπλάσιος κατά την περίοδο της εκγύμνασης, με επιπτώσεις για την εκγύμναση και ίσως και για το θήραμα.

Χαρακτηριστικό είναι ότι οι λαγοκυνηγοί της Θεσσαλονίκης αναφέρουν ότι το κύριο πρόβλημα είναι ο συνωστισμός (Σώκος κ.α. 2003). Μια επιπρόσθετη αιτία του συνωστισμού είναι ότι τα τελευταία έτη οι κυνηγοί, λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια να απομακρυνθούν σε μεγαλύτερες αποστάσεις και αναγκάζονται να συνωστιστούν στις πλησιέστερες ΖΕΣ, ιδίως πέριξ των αστικών κέντρων (Papaspyropoulos κ.α. 2012, Papaspyropoulos κ.α. 2015). Λαμβάνοντας υπόψη πως πάνω από 40% των δαπανών του κυνηγού αφορούν το αυτοκίνητο (Σώκος κ.α. 2003, Papaspyropoulos κ.α. 2015), θα ήταν σημαντικό για τη μείωση των δαπανών να επανεξεταστεί η υπάρχουσα διαχείριση των ΖΕΣ. Όσον αφορά τη διατήρηση της άγριας πανίδας, η παρούσα διαχείριση έχει το σκεπτικό «των άκρων». Από τη μία, εκτός των ΖΕΣ, δεν υπάρχει καμιά επίδραση και από την άλλη, εντός των ΖΕΣ, η επίδραση μπορεί και επιτρέπεται να είναι έντονη. Ωστόσο, η ένταση της εκγύμνασης είναι αυτή που θα πρέπει να αποφεύγεται και η ένταση, πέρα από ένα βαθμό, είναι αυτή όπου μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα στους πληθυσμούς. Είναι σοφότερο λοιπόν ένα σύστημα όπου θα «μοιράζει» την όχληση από την εκγύμναση και δεν θα τη «συγκεντρώνει».

Συμπεράσματα – Προτάσεις

Οι σχετικές επιστημονικές έρευνες για την οικολογία και διαχείριση της εκγύμνασης κυνηγετικών σκύλων είναι περιορισμένες, παρά τη σοβαρή διαχειριστική σημασία του θέματος. Στην εργασία αυτή καταβλήθηκε προσπάθεια για την όσο το δυνατόν πληρέστερη τεκμηρίωση, αλλά και την ανάδειξη του κενού σε επίπεδο ερευνών και μελετών. Η πράξη λοιπόν δεν τεκμαίρεται από την επιστήμη. Η επανεξέταση της διαχείρισης της εκγύμνασης κυνηγετικών σκύλων είναι απαραίτητη, ενώ αναγκαίες είναι ειδικές έρευνες όπου θα οδηγήσουν σε κατάλληλες νομοθετικές και διοικητικές ρυθμίσεις. Στην ανασκόπηση αυτή βρέθηκε πως ο περιορισμός της εκγύμνασης στις ΖΕΣ όλο το έτος σύμφωνα με το Νόμο 2637/1998, δεν αποτελεί τη σοφότερη επιλογή, τόσο για την εκγύμναση όσο και για την προστασία της άγριας πανίδας. Οξύμωρο της υπάρχουσας νομοθεσίας, είναι επίσης το γεγονός ότι ο κυνηγός που δε φέρει όπλο και είναι με τα σκυλιά του εκτός ΖΕΣ κατά τη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου σε νόμιμη για τη θήρα περιοχή, θεωρείται ότι κάνει εκγύμναση εκτός ΖΕΣ και πρέπει να μηνυθεί, ενώ αν έχει και το όπλο μαζί του, είναι νόμιμος (δηλαδή επιτρέπεται η θήρα, αλλά δεν επιτρέπεται η ηπιότερη επίδραση της εκγύμνασης).

Μάλιστα, η μήνυση αυτή, επειδή είναι πταίσμα, έχει άμεσες επιπτώσεις στον κυνηγό, αφού αν καταδικαστεί, στερείται χωρίς άλλες διαδικασίες (έφεση κ.λπ.) τη δυνατότητα να εκδίδει άδεια θήρας για δύο έτη. Μια αποτελεσματικότερη πρόταση διαχείρισης θα ήταν να ισχύουν οι ΖΕΣ μόνο για τρεις μήνες, την κύρια περίοδο της αναπαραγωγής (Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος), και σε λίγες περιοχές χωρίς αξιόλογη θηραματοπανίδα, έτσι ώστε να δίνεται η δυνατότητα στα κυνηγόσκυλα να ασκούνται, αλλά και πλήρη προστασία στην αναπαραγωγή. Όμως πριν από αυτήν την περίοδο και μετά, να ασκείται παντού η εκγύμναση ώστε να μην υφίσταται πίεση, πέρα από τα ανεκτά επίπεδα, στην πανίδα και συνωστισμός στα κυνηγόσκυλα. Επίσης η άσκηση εκγύμνασης σκύλων ενδείκνυται να εφαρμόζεται σε περιοχές όπου απαγορεύεται και πρόκειται να επιτραπεί η θήρα, έτσι θα προετοιμάζεται το θήραμα μαθαίνοντας να αποφεύγει τον κυνηγό, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η δυσκολία και η ποιότητα θήρας.

Επιπρόσθετα, σε περιοχές με χωρικές απαγορεύσεις θήρας (καταφύγια άγριας ζωής και απαγορεύσεις θήρας ορισμένου χρόνου) η νομοθεσία δεν απαγορεύει εξ αρχής την άσκηση της εκγύμνασης σκύλων, και υπάρχουν παραδείγματα όπου απαγορεύεται η θήρα αλλά επιτρέπεται η εκγύμναση. Εφόσον λοιπόν δεν διαβιεί κάποιο είδος απειλούμενο, όπου η εκγύμναση μπορεί να προκαλέσει επίπτωση στον πληθυσμό του, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να επιτρέπεται η εκγύμναση, καθώς αποτελεί μια ήπια αξιοποίηση των θηραματικών πόρων εντός των απαγορευμένων για τη θήρα περιοχών αυτών.

διατήρηση άγριας πανίδας
όχληση
θηράματα
κυνηγόσκυλα
Πηγή: 
ΚΟΜΑΘ