04/12/2014
Είναι Ιανουάριος του 1993 κάπου στην Ήπειρο, χιονίζει και το κρύο είναι αφόρητο. Είμαι μόλις 19 χρονών και κάθε μέρα παίρνω το όπλο μου περπατάω τον τόπο.
Ψάχνω που κάθονται οι φάσσες, τουφεκάω τίποτε κοτσύφια ή ακόμη και κάποια μπεκάτσα που θα προγκήξω με τα πόδια. Δάση, ατέλειωτα δάση με ντούσκα και πουρνάρια. Πού και πού χωράφια, βοσκοτόπια με βάτα και παλιούρια που κρύβουν μέσα ευχάριστες εκπλήξεις. Πανέμορφα. Κανένα κυνηγοτόπι δεν θα γίνει ποτέ πιο όμορφο και φιλόξενο από τα πέριξ του χωριού που μεγάλωσες. Εκεί θα είναι πάντα η καρδιά σου, ακόμα κι αν κυνηγάς στον Παράδεισο.
Είναι οι εποχές που δεν ξέρουμε από goretex και φοράμε στο κυνήγι ότι πιο παλιό έχουμε και κανένα στρατιωτικό τζάκετ. Στα πόδια στρατιωτική αρβύλα με διπλή κάλτσα που νότιζε από το πρώτο λεπτό. Είναι η εποχή που δεν σε νοιάζει να κυνηγάς βρεγμένος, αρκεί να καταφέρεις να γυρίσεις στο σπίτι με καμιά φάσσα καμαρωτός και εξαντλημένος.
Περπατώ από τις 2 η ώρα το μεσημέρι. Έχω χτυπήσει 5 κοτσύφια και φασσα δεν έχω δει πουθενά. Το ξέρω ότι ο πατέρας μου θα με ρωτήσει στο σπίτι τι φταίγανε τα «ωδικά πτηνά» και τα σκότωσα. Ο ίδιος κυνηγός για πολλά χρόνια θεωρεί πως τα κοτσύφια υπάρχουν για να κελαηδάνε και δεν συγκαταλέγονται στα θηράματα. Θα μου πει πάλι που έτρεχα με τέτοιο κρύο και αν είδα καμιά φασσα. Πλησιάζω στο σπίτι. Είμαι μόλις 10 λεπτά με τα πόδια μακριά. Εκεί μέσα σ’ένα λάκκο το θαύμα. Πάνω από 1.500 φασσες προσπαθούν να κουρνιάσουν σε μόλις 5 δέντρα. Πάνε κι έρχονται, προσπαθούνε να βολευτούνε. Κρύβομαι. Δεν με βλέπουν. Τις έχω στα 80 μέτρα. Σουρουπώνει και άρχισε και χιονίζει. Αποφασίζω να μην τις ενοχλήσω και να τις κυνηγήσω αύριο το πρωί.
Όλο το βράδυ κάνω σχέδια. Πού θα κάτσω, τι ώρα θα πάω, να κρυφτώ, όχι άσκοπες τουφεκιές. Αξημέρωτα έχω ντυθεί σαν κρεμμύδι. Οι κινήσεις μου δυσκολεύουν όμως ξέρω ότι η θερμοκρασία είναι – 8 και πρέπει να ντυθώ καλά για να κάτσω καρτέρι. Το κλασικό εκείνης της εποχής είναι η πυτζάμα μέσα από το παντελόνι. Κουβαλάω μαζί 4 κουτιά φυσίγγια, μην ξεμείνω. Προετοιμάζομαι για το κυνήγι της ζωής μου. Παίρνω μαζί μου ένα κομμάτι νάϊλον για να καθίσω κάτω από τα δέντρα. Μπισκότα, καφέ, κονιάκ για το κρύο. Είναι νύχτα ακόμη και είμαι στο καρτέρι μου. Το κρύο αφόρητο. Χέρια-μύτη και αυτιά καίνε από το κρύο. Μικρό το κακό όταν ξέρεις ότι με το πρώτο φως θα βρίσκεσαι κάτω από τα δέντρα που κούρνιασαν 1500 φασσες.
Έχω το νου μου να είμαι καλά κρυμμένος μην ξημερώσει και είναι στο δέντρο από πάνω μου και με δούνε. Αρχίζει να φέγγει αλλά δε βλέπω τίποτα από τη χιονόπτωση. Συνειδητοποιώ ότι στο νάϊλον δεν μπορείς να καθίσεις γιατί γλιστράει αφάνταστα ακόμη κι αν το έδαφος έχει μικρή κλίση. Κρυώνω. Μέσα στο πρώτο μισάωρο έχω πιει τον καφέ και έφαγα και όλα τα μπισκότα. Το κονιάκ δεν πίνεται με τίποτα. Δεν μου αρέσει καθόλου. Το παρατάω. Κάθομαι πάνω στο βρεγμένο χώμα για να μην γλιστράω. Η ώρα περνάει και φάσσα πουθενά. Πού μπορεί να πήγαν; Περιμένω πεισματικά να έρθουν. Καμία τύχη.
Είναι ξεκάθαρο ότι το κοπάδι άλλαξε κούρνια κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αποφασίζω να αλλάξω καρτέρι. Στο μονοπάτι που περπατάω βλέπω να μου έρχεται μια φασσα κατευθείαν πάνω μου. Πετάει πολύ ψηλά. Κάθομαι ακίνητος και μόλις είναι ακριβώς από πάνω μου τις ρίχνω 3. Περισσότερο από την απογοήτευση μου. Έπεσε! Τραυματισμένη μέσα σε ένα περιφραγμένο χωράφι. Τρέχω να την πιάσω. Σκαρφαλώνω την πόρτα και τρέχω προς τα κει που έπεσε. Την βλέπω είναι ζωντανή! Την αρπάζω από τα φτερά της ουράς που μου μένουν στα χέρια ενώ η φασσα φεύγει. Την πιάνω και αφού δίνω τέλος στο μαρτύριο της την κρεμάω στην πουλιάστρα μου. Σκαρφαλώνω ξανά για να βγω από την πόρτα όμως η φασσα σκαλώνει και μένει μόνο το κεφάλι στην πουλιαστρα. Ξανά σκαρφαλώνω και φεύγω τελικά με μια φασσα χωρίς κεφάλι και χωρίς ουρά. Την κρεμάω στην πουλιαστρα από το φτερό και ξεκινάω επιτέλους.
Μετά από ένα τρίωρο και αφού δεν έχω δει άλλη φασσα λέω να γυρίσω σπίτι γιατί μεσημεριάζει και το αρνί με πατάτες στο φούρνο περιμένει. Κάπου κοντά ακούω τουφεκιές και σκέφτομαι ότι θα είναι τίποτα συνάδερφοι που τουφεκάνε κοτσύφια. Στο δρόμο της επιστροφής συναντώ έναν χωριανό που βγήκε για κυνήγι και έχει κρεμασμένες 9 φασσες στην πουλιαστρα του. Πριν μισή ώρα βγήκα μου λέει. Το πρωί είχε πολύ κρύο και δεν είμαι τρελός. Με το που πήγαινα για το καρτέρι μου (800 μέτρα από κει που ήμουνα εγώ) να σου και μου σηκώνεται ένα τεράστιο κοπάδι θα ήτανε καμιά 1500 αριά. Αδειάζω πάνω τους την καραμπίνα και πέσανε κάμποσες. Βρήκα 9. Μπορεί να πέσανε κι άλλες και να μην τις βρήκα γιατί είχε γεμίσει ο τόπος φτερά… Μετά φύγανε μακριά και τώρα πάω σπίτι μου για να μην βραχώ. Τον κοιτάω συντετριμμένος… Ξαφνικά το βρεγμένο παντελόνι και η πυτζάμα που είχαν βραχεί όταν κάθισα στο χώμα άρχισαν να με ενοχλούν αφάνταστα… Εσύ μου λέει τι είναι αυτό που βάρεσες εκεί; Δείχνοντας την χωρίς ουρά και κεφάλι φασσα μου. Φάσσα του εξηγώ… Α και πως την κατάντησες έτσι βρε μου λέει; Αρκετά με τις κοινωνικές επαφές στο κυνήγι για σήμερα λέω και τρέχω σπίτι. Τελικά το κυνήγι δεν είναι μόνο θέμα σχεδιασμού αλλά και τύχης. Ίσως την άλλη φορά η τύχη χαμογελάσει και σ’εμένα.
Η κυνηγετική ιστορία αυτή είναι γραμμένη από τον αναγνώστη μας Βασίλειο Καρώνη. Μπορείτε να μας στέλνετε τις δικές σας κυνηγετικές ιστορίες στο [email protected] και θα τις δημοσιεύουμε στο www.greekhunter.gr.
- Συνδεθείτε για να υποβάλετε σχόλια