Το ατσάλι του χειροποίητου μαχαιριού – τεχνικές και επεξεργασία της λάμας

Άρθρο του τεχνίτη χειροποίητων μαχαιριών Αλκιβιάδη Τσάφου

Στο βάθος των αιώνων, τότε που οι άνθρωποι προσπαθούσαν να επιβιώσουν στην καθημερινότητα τους με λιγοστά εργαλεία και με πολλές ανάγκες, τότε που δημιουργούνταν η γνώση που τώρα πλέον έχουμε άπλετα, ορισμένοι τεχνίτες του σιδήρου «έστυβαν» το μυαλό τους και με συνεχή επιμονή στις αποτυχίες δημιούργησαν την βάση πάνω στις αρχές της μεταλλουργίας.

Οι συνεχείς εχθροπραξίες ανάμεσα σε λαούς και έθνη, και η διαρκή δοκιμή των «εργαλείων» απαιτούσαν όπλα όχι απλώς γερά αλλά άθραυστα και αμετάβλητα από κάθε χρήση. Οι σφυρηλάτες λοιπόν της εποχής γρήγορα διαπίστωσαν πως αναμειγνύοντας τον καθαρό σίδηρο με ποσότητα άνθρακα, έπαιρναν ένα μέταλλο πολύ πιο σκληρό και ανθεκτικό σε κρούσεις και παράλληλα όχι εύθραυστο. Αυτή ήταν με απλά λόγια η αρχή δημιουργίας του ατσαλιού που, περνώντας τα χρόνια, έφτασε στις μέρες μας να εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό με την βοήθεια προσμίξεων διαφόρων στοιχείων. Τα σύγχρονα ατσάλια πλέον είναι σε όλους διαθέσιμα και αναλόγως την χρήση που θέλουμε να έχει το μαχαίρι μας επιλέγουμε και τον αντίστοιχο τύπο με τις ιδιότητες του.
 
Δεν είναι σωστό να μπερδέψουμε τον αναγνώστη αραδιάζοντας τύπους και αναλύσεις με ποσότητες στοιχείων και προσμίξεων, διότι μόνο σύγχυση θα προσφέρουμε και τίποτα παραπάνω. Αυτό που θα πρέπει να πούμε είναι ότι ο κάθε τύπος ατσαλιού αναλόγως την ποσότητα του στο «επί τοις εκατό» σε άνθρακα που περιέχει, ταξινομείται σε μαλακό, μέτριο ή σκληρό. Για μια ποσότητα άνθρακα 0,45% το συγκεκριμένο ατσάλι κρίνεται «μαλακό» ενώ για μια ποσότητα 1,50-2,0% κρίνεται «σκληρό». Καλό είναι στο σημείο αυτό να αναφέρουμε πως όπως  όλα τα μεγέθη έτσι και η σκληρότητα των μετάλλων μετριέται με μονάδα μέτρησης. Αυτό γίνεται γνωρίζοντας πως υπάρχουν δυο κλίμακες μέτρησης, η κλίμακα κατά Brinell και η κλίμακα κατά Rockwell. Εμείς στην συνέχεια θα ακολουθούμε την κλίμακα Rockwell.

Όλοι οι τύποι ατσαλιών για να μας δώσουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους σε ένα μαχαίρι, πρέπει να υποστούν την διαδικασία της σκλήρυνσης ή «βαφής». Αυτό επιτυγχάνεται με την απότομη μεταβολή της θερμοκρασίας στην έτοιμη λάμα μας βυθίζοντας το ζεστό ατσάλι σε ένα υγρό (μέσο) ψύξης όπως το λάδι ή το νερό.
Ενδεικτικά να πούμε πως σε ένα ατσάλι πριν την «βαφή» η σκληρότητα του είναι από περίπου 5 έως περίπου 22 βαθμούς της κλίμακας Rockwell ενώ για ένα «βαμμένο» η σκληρότητα μπορεί να φτάσει αναλόγως τον τύπο του σε πάνω από 50-60 βαθμούς της κλίμακας Rockwell. Μιλάμε για ατσάλια που θα χρησιμοποιήσουμε για να φτιάξουμε μαχαίρια και όχι για ατσάλια που χρησιμοποιούνται σε κατασκευή εργαλείων ή καλουπιών σε πρέσες (αυτά ανεβαίνουν πιο πάνω στην κλίμακα μέτρησης).
 
Οι σωστοί κατασκευαστές μαχαιριών θα πρέπει να αναφέρουν, εκτός από τον τύπου του ατσαλιού που χρησιμοποίησαν, και την σκληρότητα την οποία έχει αποκτήσει το κάθε μαχαίρι ξεχωριστά. 

Τρόποι κατασκευής της λάμας του μαχαιριού
Για να κατασκευάσει ένας μαχαιροποιός την λάμα του μαχαιριού, υπάρχουν δυο τρόποι. Αυτός με σφυρηλάτηση του ατσαλιού και αυτός με κόψιμο από έτοιμη μπάρα. Φαντάζει πιο δύσκολο και ρομαντικό να σφυρηλατηθεί η λάμα από κομμάτι ατσαλιού, όμως από την στιγμή που ο τεχνίτης έχει στην διάθεση του σύγχρονα μηχανήματα όπως τα ηλεκτρικά σφυριά, τότε η εργασία είναι πιο εύκολη, και σε σύγκριση με την διαδικασία αποκοπής της λάμας από έτοιμη μπάρα, τότε ο χρόνος και ο κόπος και για τις δυο τεχνικές είναι σχεδόν ίδιος. 
 
Ο σφυρηλάτης χρειάζεται όμως περισσότερα και πιο εξειδικευμένα εργαλεία για να κάνει την δουλειά του, όπως επίσης και μεγαλύτερο χώρο. Διαθέτει εμπειρία η οποία αποκτήθηκε με πολύ κόπο και σημαδεύτηκε από αρκετές αποτυχίες για να μπορέσει κάποια στιγμή να πει πως έχει μάθει το ατσάλι, και ξέρει πως θα συμπεριφερθεί σε κάθε του βήμα. Εκεί που η σφυρηλάτηση υπερτερεί είναι στις εργατοώρες και στον κόπο που χρειάζεται ο τεχνίτης ο οποίος δεν διαθέτει αυτόματα σφυριά και προσπαθεί να διαμορφώσει το ατσάλι στο σχήμα του μαχαιριού. Ένα δεύτερο σημείο υπεροχής, όχι και τόσο γνωστό στο ευρύ μαχαιρόφιλο κοινό, είναι πως με την σφυρηλάτηση επιτυγχάνεται συμπύκνωση των μορίων του ατσαλιού με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την σκληρότητα που θα αποκτήσει λόγω «βαφής», να έχουμε πιο «δυνατή» και αμετάβλητη κόψη. Ο μαχαιροποιός ο οποίος αποκόπτει την λάμα μπορεί να έχει προσπεράσει το στάδιο της σφυρηλάτησης, όμως στην συνέχεια, η διαδικασία, η «τέχνη» του, ο κόπος και ο χρόνος του είναι ακριβώς στον ίδιο βαθμό με του σφυρηλάτη μαχαιροποιού.


Η «βαφή» του ατσαλιού
Ας αναλύσουμε στο σημείο αυτό λίγο περισσότερο την διαδικασία της σκλήρυνσης («βαφής») και του τελικού σταδίου όπου η λάμα θα είναι έτοιμη για το επόμενο στάδιο, αυτό της λαβής.

Η κάθε εταιρία παραγωγής ατσαλιού, για τον κάθε τύπο από τα ατσάλια που κατασκευάζει, διαθέτει και τους ανάλογους πίνακες με τα στοιχεία εκείνα που υποδεικνύουν τον τρόπο επεξεργασίας του κάθε ατσαλιού. Έτσι, παίρνοντας ο κατασκευαστής μαχαιριών τον τύπο ατσαλιού που έχει επιλέξει, ξέρει τι ενέργειες και τι επεξεργασία πρέπει να κάνει στην λάμα μαχαιριού που θα κατασκευάσει, ώστε από την μια να επιτύχει να αναδείξει όλες τις δυνατότητες του ατσαλιού, και από την άλλη να έχει εξαλείψει όλα τα περιθώρια λάθους που θα βγάλουν στο τέλος ένα κακό προϊόν, μια κακιά λάμα.
Στους κατασκευαστές μαχαιριών οι οποίοι σφυρηλατούν το ατσάλι, παίζει ρόλο ακόμα ακόμα και η θερμοκρασία που θα έχει η λάμα κατά την διάρκεια της σφυρηλάτησης όπως επίσης η δύναμη και η ταχύτητα κρούσης του ατσαλιού. Έχοντας την λάμα του μαχαιριού έτοιμη από την αρχική επεξεργασία, ξεκινά ο τεχνίτης την διαδικασία της «βαφής» θερμαίνοντας την λάμα και στην συνέχεια την βυθίζει απότομα στο μέσο ψύξης, ορυκτέλαιο, ελαιόλαδο ή νερό. Η λάμα όταν θα κρυώσει θα είναι εύθραυστη και θα πρέπει  να ξαναθερμανθεί σε συγκεκριμένους βαθμούς ώστε να αποκτήσει ελαστικότητα. Αυτό ονομάζεται «επαναφορά». 
 
Η πιο πάνω διαδικασία, στους παλιούς τεχνίτες σφυρηλάτες οι οποίοι πλέον τείνουν να εκλείψουν, γινόταν βάση εμπειρίας και εφόσον είχαν στην διάθεση τους έναν-δυο το πολύ τύπους σκράπ ατσαλιών (όπως ήταν οι σούστες των αυτοκινήτων -τύπος ατσαλιού 5160- και ήξεραν ακριβώς την θερμοκρασία του ατσαλιού βλέποντας το χρώμα του και έλεγχαν το αποτέλεσμα της βαφής με την χρήση λίμας).  Πλέον, οι σύγχρονοι τεχνίτες έχουν στην διάθεση τους όλα τα στοιχεία επεξεργασίας των ατσαλιών όπως προείπαμε, και με την βοήθεια σύγχρονων φούρνων με έλεγχο της θερμοκρασίας, μπορούν να ελέγχουν το αποτέλεσμα πιο εύκολα. Με τα όργανα μέτρησης της σκληρότητας βλέπουν με ακρίβεια αν το μαχαίρι που θα κατασκευάσουν θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τους.

Ας δούμε όμως πρακτικά τι σημαίνει η σκληρότητα του ατσαλιού του μαχαιριού μας και γιατί θα πρέπει να την γνωρίζουμε. Μόλις παραλάβαμε το μαχαίρι μας και ο μαχαιροποιός μας είπε πως η σκληρότητα του είναι 55 βαθμούς της κλίμακας Rockwell. Το δοκιμάζουμε και βλέπουμε πως η κόψη του είναι λεπτή και «ξυράφι» όπως λέμε. Μετά από αρκετή χρήση η κόψη του αρχίζει και «μουδιάζει» αλλά με ένα ελαφρό πέρασμα στην ακονόπετρα είναι και πάλι ετοιμοπόλεμο.

Σε κάποιο κυνήγι μας, έχοντας θηρεύσει έναν αγριόχοιρο, ξεκινάμε το γδάρσιμο όπου το μαχαίρι μας τα πηγαίνει πολύ καλά χωρίς να «στομώνει» πουθενά. Ξαφνικά σηκώνουμε το μαχαίρι μας και ρίχνουμε μια δυνατή κοψιά για να σπάσουμε ένα κόκαλο, τότε βλέπουμε πως στο σημείο της κόψης δημιουργήθηκε από το χτύπημα ένα κύρτωμα. Στράβωσε δηλαδή ανεπαίσθητα η κόψη. Αυτό είναι ένα μαχαίρι με λάμα σκληρότητας 55Roc. Έχει κόψη ξυράφι, έχει διάρκεια κόψης μικρή, ακονίζεται πολύ εύκολα αλλά δεν κάνει για κοψίματα σε σκληρά υλικά.

Το μαχαίρι μας με σκληρότητα 60-62Roc, το οποίο το πήραμε στο κυνήγι και σκίσαμε ξύλα για να ανάψουμε φωτιά, γδάραμε και τεμαχίσαμε τον αγριόχοιρο σπάζοντας και κόκαλα όταν χρειάστηκε, είδαμε πως η κόψη του δεν ήταν «αιθέρας» όπως λέμε, όμως κράτησε πάρα πολύ καιρό κοφτερό. Όταν θελήσαμε να το ακονίσουμε, χρειάστηκε πολύ κόπο και χρόνο για να ξαναφέρουμε την κόψη του στην αρχική κατάσταση. Επίσης στην περίπτωση που θα το χρησιμοποιήσουμε κοντράροντάς το κάπου υπάρχει ο κίνδυνος να σπάσει λόγω της μή ελαστικότητας του. Αυτό είναι ένα μαχαίρι σκληρότητας 60-62 και πολλές φορές 63Roc. και τα δυο μαχαίρια είναι απολύτως χρήσιμα, και ο κυνηγός θα πρέπει να ξέρει να ξεχωρίζει τις δυνατότητες του καθ’ ενός καθώς και τον χειρισμό τους.

Ένας τρόπος για να καταφέρει ο τεχνίτης μαχαιροποιός να φτιάξει την λάμα ώστε η κόψη να είναι σκληρή και η ράχη μαλακή και ελαστική είναι και η λεγόμενη «διαφορική βαφή». Αυτό επιτυγχάνεται όταν μετά την θέρμανση της λάμας βυθίζει ο τεχνίτης στο λάδι μόνο την κόψη και όχι την ράχη. Αυτό όμως είναι επικίνδυνο για τον άπειρο τεχνίτη διότι στο καυτό μέταλλο δημιουργούνται «τάσεις» και υπάρχει περίπτωση σπασίματος της λάμας την στιγμή της βύθισης στο λάδι. Ας δούμε στην συνέχεια δυο κατηγορίες ατσαλιών που κατασκευάζονται χειροποίητα προσφέροντας το ένα ομορφιά και το άλλο συνδυασμό θετικών ιδιοτήτων.

Το δαμασκηνό ατσάλι
Η δημιουργία του δαμασκηνού ατσαλιού σήμερα δεν έχει και μεγάλη σχέση με το πραγματικό Δαμασκηνό ατσάλι των σπαθιών του μεσαίωνα, όπου οι τότε τεχνίτες είχαν κατορθώσει να φτιάξουν ένα ατσάλι πολύ σκληρό και ταυτόχρονα εύκαμπτο διατηρώντας κόψη «ξυράφι». Η συνταγή του Δαμασκηνού ατσαλιού με τα περίεργα «νερά» του τότε, παρέμενε μυστήριο στους δυτικούς μεταλλουργούς των οποίων οι κατασκευές ήταν βαριές και δύσκαμπτες. Σήμερα, το κοινό σημείο βρίσκεται μόνο στην ιδιαίτερη όψη, αφού το σύγχρονο «δαμασκηνό» είναι ένα ατσάλι που καταφέρνει να δώσει την εικόνα των «νερών» και της μοναδικής όψης της επιφάνειας με διαφορετικό όμως τρόπο κατασκευής από τον πραγματικό. Για να κατασκευάσει ο μαχαιροποιός μια «δαμασκηνή» λάμα, διπλώνει και αναδιπλώνει σφυρηλατώντας  πολλές στρώσεις δύο διαφορετικών ατσαλιών εκ των οποίων το ένα περιέχει αρκετή ποσότητα νικελίου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ύστερα από έκθεση του ατσαλιού σε οξύ, να αναδειχθούν τα περίεργα και πανέμορφα «νερά» της λάμας.Πρακτικά όμως ο συγκεκριμένος τύπος ατσαλιού δεν προσφέρει τίποτε περισσότερο από αναμφισβήτητη ομορφιά και κάποιου βαθμού ελαστικότητα, με κίνδυνο όμως αν ο τεχνίτης δεν έχει πείρα στην συγκεκριμένη τεχνική, μπορεί το αποτέλεσμα να μην είναι ικανοποιητικό από άποψη στιβαρότητας.

Το ατσάλι τύπου «σάντουιτς» (san mai)
Για να κατανοήσουμε ακριβώς τι είναι αυτό το ατσάλι ας το σκεφτούμε ως ένα σάντουιτς, όπου στο κέντρο θα βρίσκεται μια «φέτα» σκληρού ατσαλιού με μεγάλη περιεκτικότητα σε άνθρακα, και στα δυο εξωτερικά πλαινά θα βρίσκονται δυο «φέτες» μαλακού ατσαλιου. Η κόψη αυτής της λεπίδας -όταν τελειώσει από το εργαστήριο του τεχνίτη και πλέον θα έχουν ενωθεί αυτές οι τρεις «φέτες»- θα είναι σκληρή κρτατώντας την ακμή της αμετάβλητη για πολύ χρήση, και ταυτόχρονα το σώμα του μαχαιριού θα είναι μαλακό ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος σπασίματος σε ακραίες καταστάσεις. Όλα αυτά βέβαια θα συμβούν εάν χρησιμοποιήσουμε το συγκεκριμένο μαχαίρι σε πολύ δύσκολες καταστάσεις όπου οι πιέσεις που θα ασκηθούν στην λάμα θα είναι μεγάλες.

Το χειροποίητο μαχαίρι είναι ένα προσωπικό αντικείμενο το οποίο θα μας συντροφεύει για πάντα.
χειροποίητο μαχαίρι
τεχνικές λάμα
ατσάλι
Πηγή: 
http://www.alkiviadisknives.com/